- ενδότερος
- η , ο [α, ον] внутренний, глубокий; сокровенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδότερος — η, ο (AM ἐνδότερος, α, ο) 1. εσώτερος, αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότερα το εσωτερικό μιας χώρας ή τα εσωτερικά διαμερίσματα οικοδομήματος αρχ. επίρρ. ἐνδοτέρω 1. ακόμη πιο μέσα 2. (για βιβλίο) κατωτέρω,… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
εντότερος — ἐντότερος, α, ον (Α) ενδότερος, εσώτερος … Dictionary of Greek
εσώτερος — η, ο (ΑΜ ἐσώτερος, α, ον) (συγκριτ. βαθμός τού επιθ. έσω) [έσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα περισσότερο από άλλους, ο ενδότερος, ο εσωτερικότερος. επίρρ... εσώτερον και εσωτέρω (ΑΜ ἐσωτέρω) πιο μέσα, εσωτερικότερα … Dictionary of Greek
ՆԵՐՔՍԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0423 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c, 11c ա.մ. ἑνδότερος, ἑσώτατος interior, intimus ἑνδοτέρως interius, alterius. Առաւել ʼի ներքս կամ ʼի մէջն եւ ʼի խորս. կարի ներքին. խորին խորագոյն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)